ἀγενῆ

ἀγενῆ
ἀγενής
unborn
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ἀγενής
unborn
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ἀγενής
unborn
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • πτεριδόφυτα — Oνομάζονται και κρυπτόγαμα κορμόφυτα και υπάγονται στο άθροισμα των αρχεγονιατών. Είναι τα πλέον εξελιγμένα κρυπτόγαμα αφού ως φυτά έχουν βλαστό, πραγματικές ρίζες, φύλλα και αγγεία. Κατά τις περασμένες γεωλογικές περιόδους ήταν περισσότερο… …   Dictionary of Greek

  • γαμετόφυτο — Ο φυτικός οργανισμός που προέρχεται από ένα σπόριο και από τον οποίο σχηματίζονται οι γαμέτες του είδους του. Εμφανίζεται κυρίως στα κρυπτόγαμα φυτά, τα οποία παρουσιάζουν το φαινόμενο της εναλλαγής των γενεών. Το γ. είναι απλοβιοτικός οργανισμός …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • μόσχευμα — Κάθε τμήμα βλαστού, ρίζας, φύλλων ή ακόμα και πέταλα, που, όταν κοπούν από το μητρικό φυτό και βρεθούν κάτω από ειδικές συνθήκες, έχουν την ικανότητα να αναπαράγουν το φυτό από το οποίο προέρχονται. Η μέθοδος του πολλαπλασιασμού με μ.… …   Dictionary of Greek

  • προσκαταισχύνω — Α καταντροπιάζω επί πλέον («οὖσαν τὴν ὑπουργίαν ταύτην ἀγενῆ προσκατῄσχυνεν ὁ τάφος συντελεσθείς», Πλουτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταισχύνω «ντροπιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • πυκνίδιο — το, Ν (μυκητ.) 1. σφαιρικό ή λαγηνόμορφο κοίλο όργανο ορισμένων μυκήτων μέσα στο οποίο παράγονται τα κονίδια, δηλ. τα αγενή σπόρια 2. ασκόμορφο σποριογόνο όργανο το οποίο σχηματίζεται σε ορισμένους λειχήνες από τον μυκοβιότυπο, είναι βυθισμένο… …   Dictionary of Greek

  • φύτευση — η / φύτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [φυτεύω] η ενέργεια τού φυτεύω, τοποθέτηση φυτού στο έδαφος για να βλαστήσει και να αναπτυχθεί νεοελλ. (γεωπ.) η τοποθέτηση στο έδαφος νεαρών φυταρίων που προέρχονται από τα σπορεία ή από τα φυτώρια, ή φυτικών οργάνων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”